- κιναισθητικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στην κιναισθησία ή που τήν προκαλεί2. φρ. φυσιολ. «κιναισθητική αίσθηση» — η ιδιοδεκτική αίσθηση με την οποία λαμβάνει το άτομο συνείδηση τής μετατόπισης τών μελών του μεταξύ τους και τού σώματος του ως συνόλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. kinesthetic < kinesthesia].
Dictionary of Greek. 2013.